- καρδιοτομία
- ηιατρ.1. ανατομική εξέταση τής καρδιάς2. χειρουργική διάνοιξη τών καρδιακών κοιλοτήτων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cardiotomy < cardio (πρβλ. καρδι[ο]-*) + tomy (πρβλ. -τομία < -τόμος < τόμος < τέμνω)].
Dictionary of Greek. 2013.